πνιγωδης

πνιγωδης
    πνιγώδης
    πνῑγ-ώδης
    2
    1) душащий, удушливый
    

(ἆσθμα Plut.)

    2) душный, знойный
    

(ἀήρ, τόποι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πνιγωδης" в других словарях:

  • πνιγώδης — choking masc/fem acc pl (attic epic doric) πνιγώδης choking masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πνιγώδης choking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγώδης — ῶδες, Α [πνίγος] 1.αυτός που πνίγει 2. (για χώρο) αποπνικτικός («τὸ σῶμα κείμενον ἐν τόποις θερμοῑς καὶ πνιγώδεσιν», Ιπποκρ.) 3. (για αναπνευστική οδό) πνιγμένος, φραγμένος («πνιγώδης φάρυγξ», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • πνιγώδει — πνιγώδης choking masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πνιγώδης choking masc/fem/neut dat sg πνιγώδεϊ , πνιγώδης choking dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγώδη — πνιγώδης choking neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πνιγώδης choking masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πνιγώδης choking masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγῶδες — πνιγώδης choking masc/fem voc sg πνιγώδης choking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγώδεα — πνιγώδης choking neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πνιγώδης choking masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγώδεις — πνιγώδης choking masc/fem acc pl πνιγώδης choking masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγωδέστερος — πνιγώδης choking masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγωδῶς — πνιγώδης choking adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγώδεσι — πνιγώδης choking masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνιγώδεσιν — πνιγώδης choking masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»